εισδυσις

εισδυσις
    εἴσδυσις
    εἴσ-δῠσις
    -εως ἥ вход, доступ Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εισδυσις" в других словарях:

  • εἴσδυσις — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδύσει — εἴσδυσις entrance fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσδύσεϊ , εἴσδυσις entrance fem dat sg (epic) εἴσδυσις entrance fem dat sg (attic ionic) εἰσδύ̱σει , εἰσδύνω get fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδύσεις — εἴσδυσις entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἴσδυσις entrance fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδύσης — εἴσδυσις entrance fem nom/voc pl (doric aeolic) εἰσδύ̱σης , εἰσδύνω get aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσδυσιν — εἴσδυσις entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσδυση — η (Α εἴσδυσις) το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου νεοελλ. φρ. «δοκιμές εισδύσεως» προσδιορισμός τής σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου τού βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός… …   Dictionary of Greek

  • εἰσδύσεως — εἰσδύσεω̆ς , εἴσδυσις entrance fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσδύσῃ — εἰσδύσηι , εἴσδυσις entrance fem dat sg (epic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor part act fem dat sg (attic epic ionic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor subj mid 2nd sg εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»